top of page

Αυτοάμυνα και "εγωκεντρική παντοδυναμία του παιδιού" - Εκπαιδεύοντας τα παιδιά στην οριοθέτηση


Η παιδική ηλικία χωρίζεται σε τρεις περιόδους. Η πρώτη ξεκινά από το 4° χρόνο του παιδιού και τελειώνει στο 6° και είναι η επονομαζόμενη «προσχολική». Η δεύτερη, από το 6° έως το 9° της ηλικίας του παιδιού, είναι ουσιαστικά η περίοδος του μαθητή, αφού το παιδί αρχίζει τη σχολική του ζωή. Η τρίτη (9-12), αντιπροσωπεύει το τέλος της παιδικής ηλικίας και είναι η πλέον ώριμη ηλικία του παιδιού. Η διανοητική ανάπτυξη του παιδιού ξεκινά μετά τα δύο του χρόνια λόγω της περιέργειας που αναπτύσσει για το περιβάλλον του.


Το γεγονός ότι τα παιδιά εμφανίζουν στοιχεία εγωκεντρικής συμπεριφοράς μετά τα 1,5-2 χρόνια εξηγείται καταρχάς από το γεγονός ότι από την ηλικία αυτή αρχίζουν να ενδιαφέρονται για όλο και περισσότερα που συμβαίνουν στο περιβάλλον τους, αλλά κυρίως στον εαυτό τους: Ανακαλύπτουν, δηλαδή, τον προσωπικό τους κόσμο και τον κόσμο που τα περιβάλλει.


Το παιδί είναι βαθιά «εγωκεντρικό». Ως τέτοιο, θεωρεί ότι αποτελεί το κέντρο του κόσμου και ότι βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής και της μέριμνας όλων. Και αυτό εν μέρει ισχύει. Για τους γονείς του, ιδιαίτερα στο ξεκίνημα της ζωής του, αναμφισβήτητα αποτελεί το κέντρο του κόσμου τους. Το παιδί επικοινωνεί τις ανάγκες του αρχικά με το κλάμα και αργότερα με κάποιες φωνοποιήσεις. Με το κλάμα εκφράζει τον πόνο, την πείνα ή τη δυσφορία του. Ρόλος των ενηλίκων που ασχολούνται με τη φροντίδα του είναι να ανταποκριθούν άμεσα στις ανάγκες του και να φροντίσουν για την καλύτερη κάλυψή τους.


Υπάρχουν πολλές απόψεις σχετικά με το «χειρισμό» που κάνουν τα παιδιά – από τη βρεφική τους ακόμη ηλικία – για να πετύχουν τους σκοπούς τους. Παλαιότερες γενιές μιλούσαν για την «πονηριά» των βρεφών, η οποία εκδηλώνεται όταν τα βρέφη δεν πεινούν ή πονούν, αλλά επειδή επιζητούν την προσοχή των γονιών τους και θέλουν να τα πάρουν αγκαλιά. Σήμερα ξέρουμε ότι τα βρέφη επιζητούν την προσοχή των ατόμων που τα φροντίζουν και τη σωματική επαφή με αυτά, όχι γιατί είναι «πονηρά», αλλά γιατί χωρίς την κάλυψη αυτής της πρωταρχικής τους ανάγκης δεν θα μπορέσουν να αναπτυχθούν υγιώς ψυχικά και σωματικά.


Το αίσθημα παντοδυναμίας που διακατέχει το βρέφος προέρχεται από την αδυναμία του να διαχωρίσει τον εαυτό του από τη μητέρα του, με την οποία βρίσκεται σε μια στενή, συμβιωτική σχέση. Αργότερα, από το ενάμιση έτος περίπου, οπότε το παιδί ανακαλύπτει το «εγώ» είναι πλέον σε θέση να διαχωρίσει τον εαυτό του από τους άλλους και διέρχεται τη φάση του «γνωστικού εγωκεντρισμού», που διαρκεί όλη τη νηπιακή ηλικία. Πρόκειται για μια απαραίτητη εξελικτική φάση, απολύτως φυσιολογική, κατά τη διάρκεια της οποίας ξεκινά με δυναμικό τρόπο ο αυτοπροσδιορισμός του παιδιού. Η φάση αυτή βέβαια χαρακτηρίζεται από πολλά πείσματα και έκφραση ισχυρογνωμοσύνης από το παιδί, έλλειψη διαλλακτικότητας, ξεσπάσματα οργής και εντάσεις που δημιουργούνται με τους γονείς του, οι οποίοι δεν είναι συνήθως προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν κάτι τέτοιο και δεν μπορούν να πιστέψουν πώς το μικρό τους αγγελούδι μετατράπηκε «εν μία νυκτί» σε έναν ανυπόφορο τύραννο. Φυσικά το παιδί θέλει να δοκιμάσει τα όριά του, αλλά και τα όρια του γονιού. Σαφώς θέλει να ικανοποιούνται απολύτως και άμεσα τα «θέλω» του και να υπερισχύει η άποψή του. Αρνείται να φάει, να ντυθεί, να πλυθεί, να κοιμηθεί και γενικά «να υπακούσει».


Τα όρια (αν μπορούμε να θέσουμε ένα χρονικό σημείο έναρξης της οριοθέτησης) ξεκινούν να μπαίνουν εμφανώς από τη στιγμή που το παιδί αρχίζει να κινείται στο χώρο, προσπαθώντας να περπατήσει, οπότε και αρχίζουν οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί στο παιδί, απαραίτητοι για την ασφάλειά του. (Ουσιαστικά, όμως, η οριοθέτηση ξεκινά από την αρχή της ζωής του παιδιού, με ένα πιο γενικό τρόπο). Σκοπός του γονιού δεν είναι να τον υπακούσει το παιδί, αλλά να συνεργαστεί, μέσα από ένα πνεύμα δημοκρατικής διαπαιδαγώγησης. Η οριοθέτηση κρίνεται απαραίτητη για την ομαλή ψυχική συγκρότηση του παιδιού, αλλά και για τη δημιουργία ομαλής και καλής σχέσης και επικοινωνίας γονιού-παιδιού.


Ο φόβος του γονιού σε σχέση με τη χειραγώγηση του παιδιού είναι ουσιαστικά να μη χάσει τον έλεγχο, αλλά και την αγάπη του παιδιού. Πρόκειται για ένα φόβο που παίρνει πολλές διαστάσεις και μορφές και κλιμακώνεται καθώς το παιδί μεγαλώνει. Ο φόβος δε μετατρέπεται σε πανικό μόνο στην εφηβεία. Κάλλιστα μπορεί να γίνει πανικός και νωρίτερα και να οδηγήσει ένα γονιό σε πράξεις και συμπεριφορές για τις οποίες αργότερα θα μετανιώσει, όπως ξύλο, φωνές, άσχημα λόγια, επιπλήξεις, τιμωρίες και στερήσεις που επιβάλλει στο παιδί ως «αντίποινα». Οι προσπάθειες χειραγώγησης του παιδιού ξεκινούν να γίνονται συνειδητά αρκετά νωρίς. Από τη νηπιακή ηλικία, μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι ένα παιδί γνωρίζει την επίδραση που μπορεί να ασκεί στους γονείς του και τους γύρω του. Καθώς μεγαλώνει, οι προσπάθειες αυτές γίνονται όλο και πιο συνειδητές και πιο οργανωμένες. Πρόκειται για τα γνωστά «παιχνίδια εξουσίας» που παίζουν γονείς και παιδιά. Και ως γνωστό, τα παιχνίδια εξουσίας δεν παίζονται μόνον από έναν.


Στην εφηβεία, η χειραγώγηση είναι πολύ πιο έντονη, διότι ο έφηβος είναι εφοδιασμένος με περισσότερες γνωστικές και λεκτικές ικανότητες και πιο «επεξεργασμένες» κοινωνικές και επικοινωνιακές δεξιότητες. Μπορεί να επιχειρηματολογεί πιο εύστοχα, εφόσον κάνει χρήση του αφαιρετικού συλλογισμού, να είναι περισσότερο πειστικός και επίμονος. Επιπλέον, είναι δεινός διαπραγματευτής, κάτι που συχνά προκαλεί τον «κρυφό» θαυμασμό των γονιών.


Στην προσπάθεια χειραγώγησής του, ο έφηβος μπορεί να χρησιμοποιεί την κολακεία (μαμά μου / μπαμπά μου εγώ που τόσο σ’ αγαπώ…), την κατ’ επίφαση λογική επιχειρηματολογία (έχει αποδειχθεί ότι…), τις υποσχέσεις για μελλοντική επανόρθωση (αν μου το κάνεις αυτό, σου υπόσχομαι ότι…), την ανταλλάξιμη αμοιβή (αν μου κάνεις αυτό, θα σου κάνω αυτό…), τα ψέματα (φυσικά και το έχω κάνει αυτό, ή, φυσικά θα το κάνω αυτό, ή, φυσικά και αυτό ισχύει…).


Ο γονιός χρειάζεται να είναι ειλικρινής. Επιπλέον, ακόμη κι αν δεν έχει εκπονήσει την οριοθέτηση ως την εφηβεία, έστω κι αν είναι δύσκολο σε αυτή την εξελικτική περίοδο, χρειάζεται να το πράξει.

Tα όρια πρέπει να είναι κατανοητά από τα παιδιά. H ζωή με τα παιδιά απαιτεί να αναθεωρήσουμε κάποιες συνήθειες μας, και βέβαια να «ξεβολευόμαστε» πότε-πότε. Όταν λέμε «μη», θα ήταν καλό η απαγόρευση αυτή να έχει κάποια λογική και να μπορεί να γίνει κατανοητή από το παιδί. Όταν απαιτούμε από το παιδί να μην καθίσει στο χώμα για να μη λερωθεί, να μη σκαρφαλώσει όπως τα άλλα παιδιά στο πεζούλι γιατί μπορεί να πέσει, να καθίσει πολλή ώρα ήσυχο για να μη μας ενοχλήσει, να μην αγγίξει τίποτα γιατί μπορεί να κάνει ζημιά, τότε το κάνουμε αναίσθητο απέναντι στα «μη» και υπονομεύουμε τη δυνατότητα να δεχθεί κάποια όρια που είναι πραγματικά ουσιώδη για την ασφάλειά του και τις σχέσεις του με τους άλλους.


Παιδί & αυτοάμυνα

Η εκπαίδευση των παιδιών από μικρή ηλικία στην αυτοάμυνα θα βοήσει εκτός από την νεύρο μυϊκή συναρμογή τους και στην ανάπτυξη αυτοπειθαρχίας και αυτοελέγχου. Το παιδί μέσω της ομαδικότητας μαθαίνει να σέβεται τα όρια των άλλων, αναπτύσσοντας παράλληλα τις κοινωνικές του δεξιότητες. Η ικανότητά του παιδιού μέσα από ένα τμήμα αυτοάμυνας να κάνει σχέσεις, να επικοινωνεί, να έχει φίλους, να συνεργάζεται, να διεκδικεί και να υποχωρεί, να αγαπάει και να νιώθει εμπιστοσύνη, θα βοηθήσει ώστε το παιδί να ανακαλύψει τα όρια του σε σχέση με τα όρια των άλλων.


Ο εκπαιδευτής θα πρέπει να είναι εφοδιασμένος με ένα ώριμο και ισορροπημένο χαρακτήρα, ώστε να μπορεί να εκπέμψει στα παιδιά του τμήματος πρώτα τα δικά του όρια και στην συνεχεία να δώσει τα εφόδια ώστε το κάθε παιδί ξεχωριστά να ανακαλύψει τα δικά του.


Αν ο εκπαιδευτής δεν ορίσει ευδιάκριτα τα όρια του, σε συνδυασμό με τα δυσδιάκριτα όρια που πιθανώς έχει συνηθίσει το παιδί από την οικογένεια και το σχολείο τότε θα έχουμε μια χαοτική κατάσταση που θα ταλαιπωρεί το παιδί και στην ενήλικη ζωή του.


Τα όρια που μπορούν να διδαχτούν μέσα από ένα τμήματα αυτοάμυνας με την μορφή παιχνιδιών ή αθλοπαιδιών θα βοηθήσουν το άτομο και στην παιδική του ηλικία αλλά και αργότερα να μπορεί να είναι πιο συγκεντρωμένο και προσηλωμένο στους στόχους του, νιώθοντας ασφάλεια και αυτοπεποίθηση.


Τόσο ο γονιός όσο και ο εκπαιδευτής χρειάζεται να είναι ειλικρινής. Επιπλέον, ακόμη κι αν δεν έχει εκπονηθεί η οριοθέτηση ως την εφηβεία, έστω κι αν είναι δύσκολο σε αυτή την εξελικτική περίοδο, χρειάζεται να γίνει έστω καθυστερημένα. Ο γονιός και ο εκπαιδευτής που αποτελούν σταθερή και συνεπή παρουσία στη ζωή του παιδιού και που εκπονούν την οριοθέτηση, παρέχουν στο παιδί ασφάλεια και το βοηθούν να κάνει συνειδητές επιλογές στη ζωή του, αποφεύγοντας τις κακοτοπιές.

Πηγές:

· Το αίσθημα παντοδυναμίας των παιδιών και ο ρόλος των γονιών - Βασιλική Παππά, MSc, PhD, Συμβουλευτική ψυχολόγος, Επιστημονικά υπεύθυνη Σχολών Γονέων.

· ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΗΒΩΝ Σπουδάστρια: Θεοδωρακοπούλου Όλγα

· Πώς θα βάλετε όρια στο παιδί σας -Λουΐζα Βογιατζή - συμβουλευτική ψυχολόγος

324 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
bottom of page