Η ανθρώπινη επιθετικότητα αποτελεί ένα συνηθισμένο και καθημερινό φαινόμενο. Κατά καιρούς έχουν γίνει προσπάθειες για να ανακαλυφθούν τα αίτια πρόκλησης τέτοιων εκδηλώσεων, ιδιαίτερα όταν αυτή η συμπεριφορά οδηγεί σε αντικοινωνικές, καταστροφικές συνέπειες. Στο παρακάτω κείμενο θα αναφερθούμε σε κάποιες θεωρίες και προσεγγίσεις που έχουν προταθεί κατά καιρούς για να ερμηνευτούν οι αιτίες της επιθετικότητας και της κοινωνικά μη αποδεκτής συμπεριφοράς.
Τα μορφολογικά και μετρήσιμα χαρακτηριστικά των ανθρώπων έχουν μελετηθεί πειραματικά με αρκετή επιτυχία. Οι γνώσεις που διαθέτουμε όμως για τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του ανθρώπου είναι πολύ περιορισμένες, λόγω της πολυπλοκότητας των χαρακτηριστικών αυτών, αλλά και εξαιτίας της ύπαρξης προβλημάτων στη μελέτη τους τόσο σε μοριακό επίπεδο όσο και σε ηθικό. Υπάρχουν πολλά ερωτήματα για το αν και σε ποιο βαθμό η συμπεριφορά των ατόμων επηρεάζεται άμεσα από τον γενότυπό τους (γονιδίωμα) ή αν τον καθοριστικό ρόλο τον έχουν οι περιβαλλοντικοί - κοινωνιολογικοί παράγοντες. Υπήρξε για πολλές δεκαετίες διαμάχη μεταξύ των κοινωνιολόγων και των βιολόγων για το αν τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς των ανθρώπων έχουν περιβαλλοντικό ή γενετικό καθορισμό. Σήμερα γίνεται πλέον αποδεκτή από τους επιστήμονες ότι η συμπεριφορά των ατόμων είναι εν μέρει γενετικά προκαθορισμένη, ενώ και το περιβάλλον ασκεί σημαντική επίδραση. Το γονιδίωμα καθορίζει ένα γενικό πλαίσιο, ένα εύρος μέσα στο οποίο κάτω από ορισμένες συνθήκες θα εκφραστεί ένα χαρακτηριστικό. Γενικότερα, στην ανάπτυξη οποιουδήποτε χαρακτηριστικού, συμμετέχουν τόσο ο γενότυπος όσο και το περιβάλλον και οι διαφορές ανάμεσα στα άτομα εξαρτώνται περισσότερο ή λιγότερο από τον ένα ή τον άλλο παράγοντα.
Ξεκινώντας την απαρίθμηση των θεωριών που δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στους γενετικούς παράγοντες, θα αναφερθούμε στον ψυχαναλυτή Sigmund Freud [Σημ. Ανορθόδοξου: όντως ο Φρόυντ έδινε μεγάλη σημασία στα «ένστικτα», σε σημείο που κάποιοι αντίπαλοί του τον είχαν κατηγορήσει για «βιολογισμό»]. Ο Freud, μετά τα τραγικά γεγονότα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, για να ερμηνεύσει τη φύση της ανθρώπινης επιθετικότητας διατύπωσε την άποψη ότι η βία οφείλεται στο εγγενές ένστικτο του θανάτου, το οποίο βρίσκεται σε αντιπαράθεση με το ένστικτο της ζωής (έρωτας). Στα πρώτα χρόνια της ζωής, το ένστικτο του θανάτου έχει στόχο την αυτοκαταστροφή του ατόμου, στη συνέχεια όμως στρέφεται εναντίον των άλλων. Σύμφωνα με το Freud, η ανθρώπινη συμπεριφορά προέρχεται από την αλληλεπίδραση του θανάτου με τον έρωτα και τη συνεχή ένταση μεταξύ τους. Η κοινωνία με τη σειρά της μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να υποτάξουν το ένστικτο του θανάτου και να μετατρέψουν την καταστροφικότητα σε επιθυμητή συμπεριφορά.
Σύμφωνα με την εξελικτική προσέγγιση, η επιθετική συμπεριφορά έχει αναπτυχθεί εξελικτικά προκειμένου να διασφαλιστεί η επιβίωση των γονιδίων του ατόμου και η αναπαραγωγή. Για τους ανθρώπους η επιθετικότητα μπορεί να έχει προσαρμοστική λειτουργία, διευκολύνοντας την πρόσβαση στους υλικούς πόρους, βελτιώνοντας την κοινωνική και οικονομική θέση, αλλά και τις σχέσεις με τους άλλους, είναι επομένως σημαντική για την εξέλιξη. Πρέπει να τονιστεί οτι η επιθετικότητα δεν είναι η μόνη συμπεριφορά που εξασφαλίζει στους ανθρώπους τέτοιου είδους πλεονεκτήματα, όπως έχει εννοηθεί από κάποιους «Δαρβινιστές» που μπλέκουν την εξέλιξη με την ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς, του ιμπεριαλισμού ή του φασισμού. Η βελτίωση της θέσης κάποιου μπορεί να επέλθει επίσης μέσω της συνεργασίας με τους άλλους, της μάθησης από αυτούς και της αλληλεγγύης, άρα και αυτές οι συμπεριφορές βασίζονται στη δαρβινική έννοια της επιβίωσης.
Οι έρευνες που έχουν γίνει για την επίδραση των χρωμοσωμάτων στη συμπεριφορά αφορούν άτομα με χρωμοσωματική σύσταση 47,ΧYY. Ως γνωστόν, στο ανθρώπινο είδος τα θηλυκά άτομα έχουν φυσιολογικό καρυότυπο 46,ΧΧ και τα αρσενικά άτομα 46,ΧY. Τα άτομα με το σύνδρομο 47,ΧYY είναι φυσιολογικοί άντρες και δεν υπάρχει κάποια εμφανής κλινική ανωμαλία. Η γέννηση παιδιών με καρυότυπο 47,ΧYY αποτελεί μια από τις συχνότερες χρωμοσωματικές ανωμαλίες, αφού αφορά 1 στις 1000 γεννήσεις αγοριών. Μέχρι την ηλικία των δύο ετών, τα παιδιά αυτά έχουν φυσιολογικό βάρος και μήκος σώματος, στη συνέχεια όμως η ανάπτυξή τους είναι γρηγορότερη από τους συνομηλίκους τους. Ως έφηβοι και ενήλικες είναι ψηλότερα, ενώ έχουν χαμηλότερο δείκτη ευφυΐας από το γενικό πληθυσμό, ποτέ όμως μικρότερο του 70. Οι πρώτες έρευνες, που είχαν γίνει κατά τη δεκαετία του '60, έδειξαν ότι τα άτομα ΧΥΥ έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα αντικοινωνικής συμπεριφοράς από τα άτομα ΧY. Το επιπλέον Υ χρωμόσωμα φαινόταν να προκαλεί κάποια ιδιαίτερα γνωρίσματα, όπως έλλειψη συναισθηματικού ελέγχου, παιδικόμορφη συμπεριφορά, ασθενής αίσθηση της αυτοσυντήρησης, έντονη παρορμητικότητα ύστερα από συναισθηματική διέγερση. Σύμφωνα με τις νεότερες εξελίξεις, το σύνδρομο ΧΥΥ φαίνεται ότι συνεισφέρει στην επιθετική συμπεριφορά σε μικρό μόνο ποσοστό περιπτώσεων, ενώ οι προηγούμενες μελέτες που έδειχναν ότι τα άτομα αυτά είχαν περισσότερες πιθανότητες να φυλακισθούν και να διαπράξουν κάποιο έγκλημα θεωρούνται πλέον αβάσιμες. Εξάλλου, τα αδικήματα που διαπράττουν τα άτομα ΧΥΥ είναι παρόμοια με αυτά των υπόλοιπων ανδρών
Οι παραπάνω βιολογικές θεωρίες, που ερμηνεύουν την επιθετικότητα ως ένστικτο και προδιαγεγραμμένη συμπεριφορά, έχουν βοηθήσει αρκετά, αλλά δεν βοηθούν επαρκώς στην πρόληψη και στον έλεγχο τέτοιων συμπεριφορών, ενώ αγνοούν τους κοινωνικούς παράγοντες. Από την άλλη μεριά, οι κοινωνικές θεωρίες αποδίδουν την επιθετικότητα σε ποικίλες αιτίες, που περιλαμβάνουν την προηγούμενη εμπειρία, τη μάθηση και τους εξωτερικούς παράγοντες του περιβάλλοντος των ατόμων. Ο πιο ισχυρός κοινωνικός παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους στην εκδήλωση επιθετικών συμπεριφορών είναι η ματαίωση. Σύμφωνα με την υπόθεση της ματαίωσης, το άτομο διοχετεύει ψυχική ενέργεια προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι προσωπικοί στόχοι που έχει θέσει και η επιθετικότητα εκδηλώνεται όταν κάποιος παράγοντας σταθεί εμπόδιο στην υλοποίησή τους. Επειδή η ψυχική ενέργεια που είχε συσσωρευτεί παρέμεινε αδιάθετη, εκτονώνεται εναντίον του παράγοντα που προκάλεσε τη ματαίωση. Ο παράγοντας τις περισσότερες φορές όμως είναι αόριστος και γι' αυτό η επιθετικότητα μετατοπίζεται εναντίον κάποιου συγκεκριμένου στόχου που λειτουργεί ως «αποδιοπομπαίος τράγος». Βέβαια δεν αντιδρούν με βίαιο τρόπο όλα τα άτομα που έχουν υποστεί ματαίωση, γιατί κάποια μπορεί να εκδηλώσουν κατάθλιψη, παραίτηση ή να προσπαθήσουν ξανά να πετύχουν το στόχο τους. Σύμφωνα με τις ενδείξεις που υπάρχουν, η εκδήλωση βίαιων συμπεριφορών εξαρτάται από το πόσο έντονα βιώνει ένα άτομο τη ματαίωση και από το αν αυτή θεωρείται δικαιολογημένη ή αδικαιολόγητη.
Μια άλλη άποψη θεωρεί την επιθετικότητα ως μαθημένη κοινωνική συμπεριφορά. Σύμφωνα με τον Albert Bandura οι αιτίες της ανθρώπινης επιθετικότητας αναζητούνται σε προηγούμενες εμπειρίες. Τα άτομα μαθαίνουν να είναι επιθετικά είτε επειδή με τη συμπεριφορά τους αυτή δέχονται τα ίδια κάποια ανταμοιβή (άμεση εμπειρία), είτε επειδή παρατηρούν και μιμούνται κάποιον άλλο να ανταμείβεται (έμμεση εμπειρία) λόγω της επιθετικής του συμπεριφοράς. Οι έρευνες του Bandura έδειξαν ότι τα παιδιά μιμούνται με μεγάλη ευκολία την επιθετική συμπεριφορά κυρίως των ενηλίκων, οι οποίοι λειτουργούν ως πρότυπα. Με πειράματα που έγιναν, φαίνεται ότι οι σκηνές βίας που προβάλλονται στην τηλεόραση και στις ταινίες μπορούν να οδηγήσουν στην υιοθέτηση επιθετικών συμπεριφορών, έστω κι αν οι τηλεοπτικοί ήρωες είναι απρόσωποι. Η έκθεση σε εικόνες βίας προκαλεί την απευαισθητοποίηση των ατόμων απέναντι στις επιθετικές ενέργειες και τις συνέπειές τους, ενώ ενεργοποιεί αρνητικές και εχθρικές σκέψεις, με άμεσο επακόλουθο τη μείωση των αναστολών τους και αύξηση των πιθανοτήτων εκδήλωσης επιθετικής συμπεριφοράς.
Αναφερθήκαμε σε κάποιες σημαντικές βιολογικές και κοινωνικές προσεγγίσεις που έχουν γίνει κατά καιρούς για να ερμηνεύσουν τα αίτια της επιθετικότητας των ανθρώπων. Οι κοινωνικές θεωρίες και κυρίως η θεωρία της κοινωνικής μάθησης έχει πρακτική σημασία γιατί μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της επιθετικότητας. Οι βιολογικές θεωρίες έδωσαν κάποιες απαντήσεις για τα βαθύτερα αίτια της ανθρώπινης καταστροφικότητας (ένστικτο, προσαρμογή, γονιδίωμα), σκοπός μας όμως είναι όχι απλά να ανακαλύψουμε τις αιτίες της επιθετικότητας, αλλά να βρούμε τρόπους αποτροπής εχθρικών εκδηλώσεων. Λόγω της διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας του κάθε ανθρώπου, ως αποτέλεσμα των αμέτρητων κοινωνικών και γενετικών παραγόντων, δεν υπάρχει μια και μόνο θεωρία που να μπορεί να εξηγήσει εξ' ολοκλήρου ή να προβλέψει την εμφάνιση τέτοιων ανεπιθύμητων κοινωνικά συμπεριφορών. Γενικότερα, ακόμα κι αν γινόταν να λάβουμε υπόψη όλες τις παραμέτρους ρύθμισης της συμπεριφοράς των ανθρώπων, οι περισσότεροι θα κατευθύνονταν μεν στο «σωστό» δρόμο, αλλά παντού και πάντοτε θα υπάρχουν αυτοί που θα παρεκκλίνουν και θα ακολουθούν τη δική τους οδό. Η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν μπορεί να μπει σε καλούπια και δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη και ιδανική συνταγή για το «πώς» πρέπει να φερόμαστε στην κοινωνία.
Comments